- πυρρότης
- πυρρότης, ητος, ἡ,A redness, of hair, Arist.GA785a20, Gal.6.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρρότης — redness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότης — ητος, ἡ, Α [πυρρός] (για τρίχες) η ιδιότητα τού κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πυρρότητα — πυρρότης redness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пирротин — из Бразилии Формула FenSn+1 Примесь Ме … Википедия
πυρροτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού μαγνητοπυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. ine) με επίδραση τής κατάλ. ite] … Dictionary of Greek